- ἀνοηταίνεις
- ἀνοηταίνωto be devoid of intelligencepres ind act 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αλλοτριολογία — η (Α ἀλλοτριολογία) το να μιλάς για πράγματα άσχετα, το να ανοηταίνεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ἀλλοτριολόγος < ἀλλότριος + λόγος < λέγω] … Dictionary of Greek
ανοηταίνω — (μόνο στον ενεστ. και πρτ.), είμαι ανόητος, λέγω ή κάνω ανοησίες: Πάψε πια να ανοηταίνεις, μεγάλωσες! … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)